βιβλιακός

βιβλιακός
η , ό[ν]
1) относящийся к книге, книжный; 2) начитанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βιβλιακός" в других словарях:

  • βιβλιακός — ή, ό (AM βιβλιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία 2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων 3. ο σχολαστικός …   Dictionary of Greek

  • βιβλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στα βιβλία ή προέρχεται απ αυτά: Η βιβλιακή του γνώση είναι τεράστια. 2. ο πολυμαθής και σχολαστικός: Είναι άτομο βιβλιακής σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιακῶν — βιβλιακός versed in books fem gen pl βιβλιακός versed in books masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακαῖς — βιβλιακός versed in books fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακοί — βιβλιακός versed in books masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακῆς — βιβλιακός versed in books fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»